- σκυλεύματα
- σκῡλεύματα , σκύλευμαarms stripped off a slain enemyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύλευμα — τὸ, Α [σκυλεύω] 1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση 2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek